-
1 εαυτου
1) pron. reflex. 3 л., реже 1 и 2 (часто усил. посредством αὐτός) себя самого, себя самой(ἑαυτὸν σφάττειν Xen., Arst.; αὑτὸν αἰνῶ Aesch.)
αὐτὸς αὑτῷ βοηθεῖν Plat. — самому защищать себя;παρ΄ ἑαυτῷ Xen. — у себя, в своем доме;οἴκαδ΄ εἰς ἑαυτῶν Arph. — к себе домой;τὸ ἑαυτοῦ Thuc. — личные интересы;αὐτὸ ἐφ΄ ἑαυτό Plat. и αὐτὸ καθ΄ αὑτό Arst. — нечто (существующее) само по себе, т.е. абсолютное;τὸ γιγνώσκειν αὐτὸν ἑαυτόν Plat. — самопознание;ἐν ἑαυτῷ γενέσθαι Xen. — прийти в себя;πλουσιώτεροι ἑαυτῶν γιγνόμενοι Thuc. — превзошедшие себя самих в богатстве, т.е. ставшие богаче прежнего;τῇ εὐρύτατος αὐτὸς ἑωυτοῦ (ὅ πόντος) Her. — там, где море достигает наибольшей своей ширины3) pl. (= ἀλλήλων См. αλληλων) друг друга, взаимноπαρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῖς Thuc. — ободряя друг друга;
καθ΄ αὑτοῖν Soph. — друг против друга
См. также в других словарях:
εαυτού — ής, oύ (AM ἑαυτοῡ, ῆς, οῡ Α και αὑτοῡ, ῆς, οῡ) αυτοπαθής αντωνυμία γ προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» έπεφταν στο νερό β. «αὐτὸ ἐφ ἑαυτό» μόνο του, άσχετα από άλλα γ. «αὐτὸ καθ ἑαυτό» αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek